παρέλκυση

παρέλκυση
η / παρέλκυσις, -ύσεως, ή ΝΜΑ [παρελκύω]
1. μη περάτωση μιας ενέργειας ή διαδικασίας κατά την διάρκεια τού αναγκαίου ή προκαθορισμένου χρόνου αλλά η συνέχιση της και πέρα από αυτόν, παράταση
2. βραδύτητα, επιβράδυνση, αργοπορία
3. η με αναβολές αποφυγή εκτέλεσης μιας ενέργειας, το τρενάρισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρέλκυση — η παράταση, καθυστέρηση σκόπιμη συχνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρελκύσῃ — παρελκύσηι , παρέλκυσις protraction fem dat sg (epic) παρέλκω draw aside aor subj mid 2nd sg παρέλκω draw aside aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διελκυσμός — διελκυσμός, ο (Α) [ελκυσμός] 1. σύρσιμο εδώ κι εκεί 2. καθυστέρηση, παρέλκυση, αναβολή 3. λογομαχία, φιλονικία …   Dictionary of Greek

  • παρελκυσμός — ὁ, ΜΑ (για ασθένεια) η παρέλκυση, αργοπορία, επιβράδυνση μσν. επιμήκυνση τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρελκύω + κατάλ. σμός τών ρ. σε ζω] …   Dictionary of Greek

  • παρελκυστικός — ή, ό αυτός που συντελεί, βοηθά την παρέλκυση, αυτός που παρελκύει: Παρελκυστική τακτική, μέθοδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”