- παρέλκυση
- η / παρέλκυσις, -ύσεως, ή ΝΜΑ [παρελκύω]1. μη περάτωση μιας ενέργειας ή διαδικασίας κατά την διάρκεια τού αναγκαίου ή προκαθορισμένου χρόνου αλλά η συνέχιση της και πέρα από αυτόν, παράταση2. βραδύτητα, επιβράδυνση, αργοπορία3. η με αναβολές αποφυγή εκτέλεσης μιας ενέργειας, το τρενάρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.